- ελεφάντινος
- η , ο[ν]1) слоновый; 2) (из) слоновой кости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐλεφάντινος — of ivory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφάντινος — η, ο (AM ἐλεφάντινος, η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελέφαντα 2. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο 3. άσπρος σαν ελεφαντόδοντο 4. το ουδ. ως ουσ. το ελεφάντινον η ουσία τού ελεφαντοστού … Dictionary of Greek
ελεφάντινος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα, που είναι του ελέφαντα. 2. ελεφαντένιος (βλ. λ.,1). 3. ο λευκός σαν το ελεφαντοκόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεφαντίνων — ἐλεφάντινος of ivory fem gen pl ἐλεφάντινος of ivory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφάντινον — ἐλεφάντινος of ivory masc acc sg ἐλεφάντινος of ivory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντινέων — ἐλεφάντινος of ivory masc/fem gen pl (epic ionic) ἐλεφαντίνεος of elephants fem gen pl ἐλεφαντίνεος of elephants masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίναις — ἐλεφάντινος of ivory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνη — ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνην — ἐλεφάντινος of ivory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνης — ἐλεφάντινος of ivory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνοις — ἐλεφάντινος of ivory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)